- ωφελιμιστής
- ο, θηλ. ωφελιμίστρια, Ν1. οπαδός τής θεωρίας τού ωφελιμισμού2. (γενικά) αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του ώφελος, το προσωπικό του συμφέρον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + -ιστής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωφελιμιστής — ο θηλ. ωφελιμίστρια 1. ο οπαδός του ωφελιμισμού. 2. αυτός που επιδιώκει το υλικό συμφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμοθήρας — ο, Ν 1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του 2. ο οπαδός τής θεωρίας τής χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ωφελιμιστικός — ή, ό, Ν [ωφελιμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωφελιμισμό ή στον ωφελιμιστή … Dictionary of Greek
χρησιμοθήρας — ο 1. αυτός που επιδιώκει το χρήσιμο. 2. ωφελιμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)